Όποιος είναι άστεγος από blog και θέλει να το βγάλει από μέσα του που λέμε, να μου στείλει το κείμενό του στο email μου και θα το αναρτήσω άμεσα!!!

Aντε μπες και πάμε!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

Άλλος με την βάρκα μας!

Ο πίνακας είναι του Νίκου Λύτρα "Βάρκα με πανί"
-Σταμάτα να κατέβωωωω!!!!
-Αντε μωρή τρελή και άμα σταματήσουμε τι θα κάνεις, θα κατέβεις στην θάλασσα και θα περιμένεις την επόμενη βάρκα να περάσει;;;
Χαχαχαχαχαχαχα!!!
Όταν ήμουν εκεί γύρω στα 18 λοιπόν, έμενα στο πανέμορφο Ναύπλιο.
Μαζί με όλα τα άλλα τρελά που έκανα σε αυτή την πόλη με μία θεότρελη παρέα, κάθε μεσημέρι πηγαίναμε για καφέ.
Και που είναι το περίεργο θα μου πείτε.
Κάποια μέρα λοιπόν ήπιε μαζί μας καφέ ένας από τους γραφικότατους παππούδες  που έχουν βαρκούλα και σε πηγαίνουν βόλτα στο Μπούρτζι και σε κοντινές παραλίες.
Τον κεράσαμε τον καφέ του και μας πρότεινε να μας πάει μια βόλτα.
Αυτό ήταν!
Λατρέψαμε και τον παππού και την βάρκα του και κάθε μεσημέρι μετά τον καφέ, μας πήγαινε βόλτα με την βάρκα του.
Περιττό να σας πω ότι τα γέλια μας ακούγονταν μέχρι την άλλη μεριά του Ναυπλίου, κάθε φορά.
Μια μέρα λοιπόν ένα ελαφρύ αεράκι έκανε την  βαρκούλα μας  να χορεύει επικίνδυνα.
Ο ένας της παρέας είχε σκάσει στα γέλια, γιατί σχεδόν είχα κατουρηθεί από τον φόβο μου και νόμιζα ότι ήρθε το τέλος μου.
Να σας πω ότι η στεριά ήταν στα 5 μέτρα περίπου και είμαι δεινή κολυμβήτρια.
Εντάξει άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, πως γίνεται να είμαι δεινή κολυμβήτρια και να φοβάμαι την θάλασσα δεν ξέρω, ο ψυχίατρος θα μας πει σε άλλη ανάρτηση!
Κάποια στιγμή λοιπόν αρχίζω να φωνάζω σαν την Αστέρω όρθια στην βάρκα, σταμάτα να κατέβωωωω, σταμάτα να κατέβωωωωω!!


Έχουν πεθάνει όλοι στα γέλια και ο φίλος μου, που με το ζόρι κρατιόταν να μην κατουρηθεί από τα γέλια,( το γαϊδούρι) γυρνάει και μου λέει, που να πας μωρή τρελή, θα κατέβεις στην θάλασσα και θα περιμένεις να περάσει άλλη βάρκα να σε πάρει;;;
Παλάβωσες;;
Χαχαχαχαχαχαχα!!
Καταλαβαίνετε βέβαια ότι έγινα περίγελος και ακόμα με κοροϊδεύουν για το σταμάτα να κατέβω!
Οι βόλτες εννοείται ότι δεν σταμάτησαν, αν και κάθε φορά που ξεκινούσαμε έπεφτε το δούλεμα της αρκούδας, αλλά δεν με ένοιαζε ήταν από τις πιο όμορφες εμπειρίες της ζωή μου και την θυμάμαι πάντα με πολύ γλύκα.
Ακόμα γελάω όταν το σκέφτομαι.



Αυτή λοιπόν είναι η συμμετοχή μου στην πρόσκληση του γνωστού πετροκόριτσου για το "άλλος με την βάρκα μας" και να ‘ναι καλά που μας έβαλε να θυμηθούμε ωραίες στιγμές.
Έτσι για να γελάμε και πότε πότε!
Είναι κανείς για βαρκάδα;;;

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

14 bloggers γράφουν "Το μυστήριο του καφενείου...'' Μια ανάσα!


Λοιπόν αποφασίσαμε που λέτε να σκαρώσουμε μια καινούρια ιστορία.
Τι εννοείται ποιοι αποφασίσαμε οι γνωστοί άγνωστοι!!
Λοιπόν η ιδέα ήταν συνολική και ψηφίσαμε ποια ιστορία θέλαμε να συνεχίσουμε από αυτές που είχαμε γράψει με τους καφενέδες.
Η ιστορία της Μαρίας Νι ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και όπως καταλαβαίνετε έπρεπε να την συνεχίσουμε οπωσδήποτε!!
Πρόκειται για μια ιστορία μυστηρίου και αγωνίας και συμμετέχουν οι:


  • Ελενα Λ
  • MARILISE
  • Hengeo
  • ΕΚΦΡΑΣΟΥ
  • des tzav
  • airis
  • Funky Monkey
  • Maria Kanellaki
  • Levina
  • Xris Kat
  • me (maria)
  • Xristina @ Dear e-diary
  • Georgette B.
  • Μαρία Νι
Σας αφήνω να διαβάσετε την δική μου συνέχεια γιατί πολύ σας ζάλισα και μετά την σκυτάλη θα πάρει η Marilise.


                                                             Μια ανάσα

O κυρ Μιχάλης τα έχασε.
Η κοπέλα ήταν τόσο χλωμή και ανέκφραστη σχεδόν διάφανη!
Δεν ήξερε τι να κάνει, να την ρωτήσει τι είναι όλα αυτά ή θα λιποθυμήσει αν την πλησιάσει;
Ήταν πολύ σκεφτικός και πάνω που αποφάσισε, μετά από πολύ σκέψη, να πάει να της μιλήσει, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο άνδρας με τα μαύρα.
Την πλησίασε στάθηκε μπροστά της και πήρε τον χαρτοφύλακα που κρατούσε η κοπέλα.
Μετά άνοιξε απότομα την πόρτα και βγήκε έξω με γρήγορο βήμα!
Η κοπέλα προσπάθησε να σηκωθεί από την καρέκλα αλλά δεν τα κατάφερνε πολύ καλά.
Ο κυρ Μιχάλης πήγε κοντά της για να την ρωτήσει αν είναι καλά, μα η κοπέλα σηκώθηκε και έτρεξε με κλάματα προς την πόρτα.
Την ώρα που έβγαινε της έπεσε ένα χαρτί από τα χέρια.
Γύρισε, κοίταξε τον κυρ Μιχάλη με ένα έντονο βλέμμα σαν να τον ικέτευε να την βοηθήσει και μετά έφυγε τρέχοντας!
Ο κυρ Μιχάλη σήκωσε το χαρτί και επάνω ήταν γραμμένοι οι παρακάτω στίχοι:

Μια ανάσα, μόνο μια ανάσα σου ζητώ!
Μια ανάσα σου ζητάω, να αισθανθώ
Πως λίγο απ’ το χώμα όρθιος θα σηκωθώ
Μια ανάσα μόνο σου ζητώ!
Να κοιτάξω λίγο από το παράθυρο, μπορώ;;
Θα σκύψω πάλι, σαν χάρη στο ζητώ
Να πάρω μια ανάσα σε παρακαλώ!
Να νιώσω πως είμαι πλάσμα σου και εγώ, αν όχι το μοναδικό
Κάποιο που έχω ανάγκη να αγαπώ
Να πάρω μια ανάσα σε παρακαλώ
Αυτό και μόνο σου ζητώ
Και ύστερα πάλι θα χαθώ
Μέσα στης μοίρας το γραμμένο ριζικό!
Μια ανάσα μόνο, σε παρακαλώ!

Και κάτω κάτω, μία διεύθυνση.
Αγριάς 10...

Καλή συνέχεια στους επόμενους, θα περιμένω με αγωνία, να δω πως θα καταλήξει αυτή η ωραία ιστορία που ξεκινήσαμε!


Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

H Αυλή της γιαγιάς!






Έτρεχα σαν την τρελή να προλάβω να πάρω την μικρή από το σχολείο, και παράλληλα σκεφτόμουν, τι θα μαγειρέψω για την επόμενη μέρα και αν πρέπει να πάω να ψωνίσω κάτι.
Τραβούσα την μικρή μου και της έλεγα κάνε γρήγορα αγάπη μου θα αργήσουμε.
Γυρνάει, με κοιτάει και μου λέει :
-Μαμά γιατί βιάζεσαι, κάτσε να κόψω ένα λουλουδάκι από τον κήπο.
-Που τον είδες τον κήπο αγάπη μου, εδώ έχει μόνο πολυκατοικίες με τεράστιες πυλωτές.
-Όχι μαμά αυτό το σπιτάκι εδώ έχει κήπο τον έχω ξαναδεί.
-Που αγάπη μου έχει κήπο;
Αρχίζει να με τραβάει από το χέρι και με πάει σε ένα ετοιμόρροπο δυόροφο σπίτι,  που υπάρχει  στην γειτονιά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.
Δεν είχα προσέξει ποτέ ότι είχε κήπο.
-Πως θα μπούμε μέσα αγάπη μου αυτό είναι έτοιμο να πέσει.
-Εδώ μαμά σκύψε λίγο χωράμε από κάτω .
Και τραβάει μία σάπια πόρτα, που η μισή στεκόταν σχεδόν στον αέρα και η άλλη μισή κρεμόταν από ένα χαλασμένο μεντεσέ.
Διασχίζουμε με την μικρή ένα δρομάκι, με τον φόβο να πεταχτεί κανένας αρουραίος από μέσα και τι να δω ένας τεράστιος κήπος, άγριος και παρατημένος, με όλων των λογιών τα λουλούδια και τα αγριόχορτα.
Οι μυρωδιές έτρεχαν να προλάβουν, ποια θα είναι η πρώτη που θα μυρίσεις και τα πουλιά είχαν ξεκινήσει  μια γλυκιά συναυλία.
Λίγο πιο μέσα μία χαλασμένη πέργκολα, που πάνω της είχαν σκαρφαλώσει πανέμορφα μικρά άσπρα λουλουδάκια που μύριζαν απίστευτα.
Έκανα δειλά λίγα βήματα και κάθε βήμα ήταν και μία ανακάλυψη νέου αρώματος.
Η μικρή είχε ξετρελαθεί και έτρεχε εδώ και εκεί κυνηγώντας πεταλούδες.
-Μαμά κοίτα τι ωραία που μυρίζει! Τι φανταστικός κήπος!
Κάτω από την πέργκολα, υπήρχε μία παλιά σκουριασμένη κούνια, με τέντα από πάνω, από αυτές  που βλέπουμε στις παλιές ταινίες, να κάθονται οι πρωταγωνιστές και να λικνίζονται αμέριμνοι , δείγμα καλής ζωής και ευημερίας.
Χωρίς να το σκεφτώ προχώρησα και κάθισα στην κούνια, σιγά σιγά όμως για να μην βρεθώ και κάτω.
Αρχησα να κουνιέμαι και τότε μου ήρθε από κάπου μια μυρωδιά γνώριμη, μεθυστική, και δυνατή, σαν να μου έλεγε, εμένα πρέπει να μυρίσεις πρώτα, είμαι και εγώ εδώ.
Τι είναι αυτή η μυρωδιά κάπου την θυμάμαι, κάτι έντονο μου θυμίζει,
 το βρήκα άρωμα γιασεμιού!
Κλείνω τα μάτια και όπως κουνιέμαι , μου έρχεται στο μυαλό η εικόνα της γιαγιάς μου.
Με την μαύρη της φορεσιά και την χρωματιστή ποδιά, που ήταν πάντα οι τσέπες της γεμάτες γιασεμί, «για να μυρίζω ωραία και να φεύγουν οι μυρωδιές της κουζίνας »όπως μου έλεγε.
Η αυλή της πάντα φορτωμένη με γλάστρες, με όλων των ειδών τα λουλούδια και τα μυρωδικά, ένα περιβόλι με μία λεμονιά και μία μανταρινιά, που σκαρφαλώναμε με την αδελφή μου και κάναμε διαγωνισμό ποια θα φτάσει πιο ψηλά  και λίγο παρακάτω  μία τεράστια αυτοσχέδια πέργκολα, δημιουργία του παππού, που πάνω της είχε σκαρφαλώσει μια κληματαριά με τεράστια τσαμπιά από σταφύλι, έτοιμα να τα κόψεις και να ρουφήξεις το νέκταρ τους.
Περπατώντας σε ένα μικρό πέτρινο μονοπατάκι, φτάνεις σε ένα μεγάλο κεφαλόσκαλο και στο βάθος του, διακρίνεις το μεθυστικό και ταξιδιάρικο άρωμα  από δύο τεράστιες  γαρδένιες,  ένα άρωμα που συνδυάζει τόσες πολλές μυρωδιές, οι οποίες εναλλάσσονται και αλλάζουν κάθε  λεπτό και θέλεις να πάρεις αυτό το άρωμα και να το κλείσεις στα χέρια σου, για πάντα!
Ξαφνικά ακούω την φωνή της γιαγιάς μου να λέει « Έλενα, Μαρία ελάτε να φάτε σας έχω φτιάξει τηγανίτες» και να τρέχουμε με την αδελφή μου πια θα φάει πρώτη τις ζεστές γεμάτες μέλι τηγανίτες, που όταν τις τρώγαμε γεμίζαμε παντού μέλια και κάναμε πόλεμο με τις μέλισσες που μας κυνηγούσαν.
Αφέθηκα, γέμισα από εικόνες ,μυρωδιές, και θύμισες.
Ταξίδεψα πίσω στο χρόνο και μίλησα με αγαπημένα πρόσωπα που τα είχα ξεχάσει από καιρό.
Ένοιωσα σαν να έβλεπα παλιά ελληνική ταινία, με την Γιουλάκη και τον Ηλιόπουλο να τσακώνονται για το νοίκι και την Βαλσάμη να περιμένει τον πρίγκιπα με το άσπρο άλογο.
Ξαφνικά έρχεται κοντά μου η κόρη μου και μου λέει:
Μαμά εμείς γιατί δεν έχουμε κήπο;
Σκεφτόμουνα την απάντηση, όταν ξαφνικά  με ξύπνησε το κινητό μου.
Ηταν ο άντρας μου και μας έψαχνε.
-Ελα που ήσαστε;
-Τώρα τώρα ερχόμαστε !
Παίρνω την μικρή από το χέρι, κόβω μία γαρδένια και φεύγω  τρέχοντας, με ανανεωμένη την διάθεση, το άρωμα του κήπου στην μύτη μου, την θύμηση της γιαγιάς μου να μου δίνει κουράγιο και μια ευφορία και γαλήνη απίστευτη, που δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να την ξανανιώσω.
-Πάμε αγάπη μου, θα ξανάρθουμε άλλη μέρα μας περιμένει ο μπαμπάς.
Φεύγουμε λοιπόν και σκέφτομαι,
Αχ ρε γιαγιά, δεν θα ξεχάσω ποτέ την αυλή σου θα είναι πάντα στην καρδιά μου!


Υ.Γ. Αφιερωμένο σε όσους έζησαν στις αυλές, με λουλούδια και κληματαριές ,αλλά και σε αυτούς που δεν τις έζησαν όπως η κόρη μου.
Αυτό το κείμενο το είχα γράψει παλιά, αλλά επειδή έριξα πάλι μια κλεφτή ματιά σε αυτόν τον κήπο, ήθελα να το μοιραστώ μαζί σας

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Χαμένα όνειρα!



Αυτή την αγάπη για τα γλυκά και το ταλέντο της στην παρασκευή τους την είχαν μάθει όλοι πια.
Ο κος Μάριος που είχε το μαγαζί στην γωνία, πρώτος και καλύτερος.
Την άφηνε να μπαίνει στην κουζίνα του και έφτιαχναν μαζί όλων των ειδών τα γλυκά.
Μέχρι και από λαχανικά και εσπεριδοειδή.
Λεμόνι, καρότο, μελιτζανάκι ακόμα και από άνθη ιβίσκου.
Ο κος Μάριος είχε εντυπωσιαστεί από το ταλέντο της και επειδή έβλεπε ότι ο κόσμος τρελαινόταν για τα γλυκά της Ειρήνης, της πρότεινε να συνεργαστούν και της έδωσε πολύ καλά λεφτά.
Η Ειρήνη δέχτηκε με πολύ μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό γιατί θα συνδύαζε την λατρεία της για τα γλυκά με την επιβίωσή της.
Ως πότε θα την συντηρούσαν οι γείτονες.
Δεν είχε διαμαρτυρηθεί κανένας, την λάτρευαν όλοι, αλλά δεν της άρεσε πια ολόκληρη κοπέλα να κάθετε και να την συντηρούν οι άλλοι.
Άρχισε λοιπόν να δουλεύει στον κο Μάριο και κάθε μέρα ριχνόταν στην κουζίνα με πολύ χαρά και δημιουργούσε τα γλυκά του παραδείσου.
Έτσι τα έλεγαν όλοι στην γειτονιά, αλλά όχι μόνο στην γειτονιά.
Τα γλυκά της έγιναν περιζήτητα σε όλη την Πόλη.
Η Ειρήνη δεν είχε ταλέντο μόνο στην παρασκευή των γλυκών, αλλά είχε και πολύ επιχειρηματικό μυαλό όπως αποδείχτηκε αργότερα.
Έπιασε μια μέρα τον κο Μάριο και του είπε.
-Κε Μάριε θέλω να σας μιλήσω για κάτι.
Ο κος Μάριος πρασίνισε, νόμιζε ότι η Ειρήνη θα του ζητούσε να φύγει από το μαγαζί για να πάει σε κάποιο μεγαλύτερο στο Πέρα.
-Κε Μάριε έχω μία ιδέα για να βγάλουμε περισσότερα λεφτά.
Πρέπει να μεγαλώσουμε λίγο το χώρο και να βάλουμε πιο πολλά τραπέζια στην σάλα, γιατί έρχεται κόσμος που θέλει να κάτσει και επειδή δεν έχει ελεύθερο τραπέζι αναγκάζεται να φύγει.
Σκέφτηκα λοιπόν να πάρουμε το διπλανό μαγαζί που πωλείται, να ανοίξουμε μια πόρτα και να το επεκτείνουμε.
Χωρίς να σε ρωτήσω, μίλησα με τον ιδιοκτήτη και πήρα πολύ καλή προσφορά για την αγορά, δεδομένου ότι κανείς δεν έχει ενδιαφερθεί εδώ και ένα χρόνο για να το αγοράσει.
Ο κος Μάριος σάστισε δεν πίστευε σε αυτά που άκουγε, το μόνο που κατάφερε να πει ήταν.
-Ερηνάκι μου δεν ξέρω αν μπορώ να διαθέσω τόσα λεφτά για να αγοράσουμε το διπλανό μαγαζί.
-Και ποιος σου είπε ότι θέλω λεφτά;
Εσύ μου ζήτησες λεφτά όταν με έβαλες στο μαγαζί και σχεδόν μοιράζεσαι μαζί μου, κάθε μέρα από τότε,  όλες τις εισπράξεις.
Σε παρακαλώ κε Μάριε τα λεφτά θα τα βάλω εγώ, έχω βγάλει αρκετά τόσο καιρό και εμείς θα είμαστε όπως πάντα συνέταιροι.
Ο κος Μάριος δεν ήξερε τι να κάνει ,ήθελε να τις φιλήσει τα χέρια, όχι τόσο γιατί έκανε χρυσή την επιχείρησή του, όσο γιατί βρήκε την κόρη που πάντα ήθελε στα μελιά καλοσυνάτα μάτια της Ειρήνης.
Το λάτρευε αυτό το κορίτσι.
Έτσι και έγινε λοιπόν, αγόρασαν το διπλανό μαγαζί, έφτιαξαν μία τεράστια σάλα με όμορφες καρέκλες και τραπέζια και στους τοίχους έβαλαν όμορφα κάδρα με τοπία από όλη την Πόλη.
Δεν υπήρχε άνθρωπος στην Πόλη αλλά και από τα περίχωρα, που να μην είχε φάει γλυκό από τα χέρια της Ειρήνης.
Και κάθε μέρα διαφορετικό γλυκό και κάθε μέρα να της ζητάνε παραγγελίες για γιορτές, για γάμους, για βαφτίσια, για ότι μπορεί να φανταστεί κανείς.
Η Ειρήνη ήταν τρισευτυχισμένη, είχε βρει τον προορισμό της.
Αλλά καμιά φορά η ζωή έχει άλλα σχέδια.
Οι Τούρκοι έκαναν πάντα ότι μπορούσαν για να δυσκολέψουν την ζωή των Ελλήνων αλλά και άλλων μειονοτήτων στην Πόλη.
Αυτό ήταν κάτι που το ήξεραν όλοι και περίμεναν κάθε φορά τι άλλο θα κάνουν για να τους δυσκολέψουν την ζωή.
Έβαζαν απίστευτους φόρους έως και τριπλάσιους κάποια στιγμή από την αξία τη περιουσίας των Ελλήνων, το λεγόμενο βαρλίκι, έκαναν κατά καιρούς αυθαίρετες απελάσεις ομογενών και δη σημαινόντων προσώπων, απαγόρευαν την εξάσκηση  πολλών επαγγελμάτων σε Έλληνες, έκαναν επεμβάσεις στις εκλογές των ομογενειακών ιδρυμάτων και πολλά άλλα.
Εκείνη η μέρα όμως θα ήταν το αποκορύφωμα.
Τον τελευταίο καιρό κάπως είχαν ηρεμήσει τα πράγματα και οι σχέσεις Τούρκων και Ελλήνων ήταν κάπως καλύτερες.
Κανείς δεν φανταζόταν αυτό που θα ακολουθούσε.
Ξυπνάει λοιπόν η Ειρήνη και  πάει στο μαγαζί της με χαρά γιατί είχε πάρα πολύ δουλειά.
Ο κος Μάριος δεν θα ερχόταν σήμερα γιατί ήταν λίγο αδιάθετος οπότε έπρεπε να ξεκινήσει από νωρίς για να προλάβει.
Η πελάτισσα θα ερχόταν περίπου κατά τις 4.00 το απόγευμα για να πάρει τα γλυκά.
Όλη την μέρα πότε στην κουζίνα έφτιαχνε γλυκά, πότε σέρβιρε τον κόσμο που ερχόταν, πότε καθάριζε και πέρασε η μέρα χωρίς να το καταλάβει.
Ξαφνικά κοιτάει το ρολόι 5.00 η ώρα.
Μπα σκέφτηκε που είναι η κα Θεώνη για να πάρει τα γλυκά για τους αρραβώνες της κόρης της.
Ξαφνικά ακούει φασαρία έξω και βλέπει τον κο Στέφανο, που έχει το μανάβικο πιο κάτω, να φωνάζει και να τρέχει σαν τρελός.
-Κλείστε τα μαγαζιά σας και φύγετε γρήγορα έρχονται οι Τούρκοι και καίνε μαγαζιά και σφάζουν Ελληνες.
-Σφαγή, σφαγή!
Δεν πρόλαβε να καταλάβει η Ειρήνη όταν ξαφνικά βλέπει μια ομάδα Τούρκων να μπαίνουν στο μαγαζί του κου Διονύση απέναντι και να του βάζουν φωτιά.
Άρχισε να τρέχει χωρίς σταματημό για το σπίτι του κου Μάριου και τρελές σκέψεις πέρναγαν από το μυαλό της.
Έβλεπε παντού στον δρόμο της σπασμένα μαγαζιά καμένα σπίτια, ανθρώπους να κλαίνε και να φωνάζουν πάνω από ακρωτηριασμένα κορμιά συγγενών τους.
Απόλυτη φρίκη!
Και μία απαίσια μυρωδιά παντού, καμένης σάρκας και αίματος.
Βρίσκει πεταμένο κάτω ένα μαχαίρι και χωρίς δεύτερη σκέψη το παίρνει και το κρύβει μέσα στα ρούχα της.
Φτάνει στην πόρτα του κου Μάριου και την βλέπει σπασμένη.
Τα πόδια της έτρεμαν δεν ήθελε να μπει μέσα με το φόβο του τι θα αντίκριζε.
Ξαφνικά ακούει μια φωνή από πίσω της.
-Ερηνάκι!
Γυρίζει και βλέπει τον κο Μάριο τσακισμένο και κατάχλομο.
-Είσαι καλά τι έγινε;
-Άστα κοριτσάκι μου δεν έχω ξαναζήσει κάτι τέτοιο.
Έπεφταν πάνω στους ανθρώπους σαν να ήταν ζώα πεινασμένα και τους ξέσκιζαν τα σωθικά, έπαιρναν κοπέλες από τα σπίτια τους και τις έσερναν μαζί τους, έκαιγαν περιουσίες.
Τι έπαθαν και φρένιασαν ξαφνικά, τόσο καιρό καλά δεν ήμασταν;
-Τι να σου πω κε Μάριε πρέπει να φύγουμε από εδώ δεν έχει περάσει το κακό ακόμα.
Τον πήρε από το χέρι σχεδόν τον τράβαγε και κρύφτηκαν σε ένα καμένο σπίτι.
Εδώ δεν κινδυνεύουμε για απόψε, πέρασαν από εδώ το κακό.
Το κακό!
Εκείνων των ημερών ο απολογισμός βαρύς.
Με στρατιωτική πειθαρχία κινούμενος ο τουρκικός όχλος, ο οποίος ανερχόταν σε δεκάδες χιλιάδες άτομα, κινήθηκε κατά παντός του ελληνικού. Μέσα σε  δέκα ώρες περίπου, καταστράφηκαν ολοσχερώς χιλιάδες σπίτια, καταστήματα,  φαρμακεία,  σχολεία, εφημερίδες,  ξενοδοχεία, εργοστάσια και πολλά ζαχαροπλαστεία  μαζί και αυτό της Ειρήνης και του κου Μάριου.
Την επόμενη μέρα που ξύπνησαν έμαθαν ότι το κακό είχε συμβεί σ' όλες τις κοινότητες, σ όλες τις γειτονιές, σ' όλα τα καταστήματα, σ' όλες τις αγορές όπου υπήρχε Έλληνας.
Σκοτώθηκαν πολλοί και εκατοντάδες άλλοι κακοποιήθηκαν βάναυσα.
Ιδιαίτερο μίσος έδειξαν κατά των ιερωμένων, βεβήλωσαν τάφους.
Ζημιές εκατομμυρίων, χαμένες ζωές, κακοποιημένες ψυχές και όλα αυτά γιατί;
Η Ειρήνη έζησε και ο κος Μάριος, αλλά η ζωή τους δεν ήταν ποτέ η ίδια, όχι γιατί έχασαν ότι είχαν και δεν είχαν αλλά γιατί από εκείνη την στιγμή μπήκε ο φόβος στις καρδιές τους και δεν ένοιωθαν την Πόλη σπίτι τους πια.
‘Ίσως και αυτό να ήταν το ζητούμενο και ο σκοπός αυτής της επίθεσης που ονομάστηκε Σεπτεμβριανά.
Είχε έρθει η αρχή του τέλους για τον ελληνισμό της Πόλης.
Έτσι και η Ειρήνη με τον κο Μάριο και μαζί τους και  άλλοι Έλληνες, αποφάσισαν να φύγουν για την Ελλάδα.
Δεν ξέρω εκεί αν θα ήταν καλύτερα τα πράγματα, αλλά τουλάχιστον δεν θα ζούσαν με τον φόβο ή έτσι νόμιζαν τουλάχιστον.

Υ.Γ. Αυτά τα γεγονότα νοιώθω σαν να τα έζησα, με γεμίζουν θλίψη, αλλά με κάνουν και να πεισμώνω με όποιον θέλει να με κάνει να σκύψω το κεφάλι .
Πολλοί από τους ανθρώπους που τα έζησαν τα κατάφεραν και συνέχισαν, πολλοί όχι.

Εμείς όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε!  




Αυτό το κείμενο το είχα αναρτήσει στο ΕΞΙ, και ήθελα να το μοιραστώ ξανά μαζί σας.
Ελπίζω να αρέσει και σε αυτούς που δεν το είχαν διαβάσει τότε,
και να μην σας κουράσει το μέγεθος του.